μυελεγκέφαλος

μυελεγκέφαλος
ο
ανατ. το οπίσθιο τμήμα τού εμβρυϊκού ρομβεγκεφαλικού κυστιδίου, από το έδαφος και τα πλάγια τοιχώματα τού οποίου παράγεται κυρίως ο προμήκης μυελός, ενώ από το ραχιαίο τμήμα του παράγονται τα χοριοειδή ιστία και το χοριοειδές πλέγμα τής 4ης κοιλίας τού εγκεφάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelencephale (< μυελός + εγκέφαλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”